Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το ναυάγιο

См. также в других словарях:

  • ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ναυάγιο — το 1. συντριβή, καταβύθιση πλοίου: Το ναυάγιο σημειώθηκε στο Κρητικό πέλαγος. 2. απομεινάρι πλοίου ή πλοίο βυθισμένο στη θάλασσα: Οκόλπος είναι γεμάτος ναυάγια. 3. μτφ., συμφορά, καταστροφή, τέλεια αποτυχία: Σε ναυάγιο οδηγούνται οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυαγός — ο, η 1. αυτός που έπαθε ναυάγιο και σώθηκε, ο επιβάτης πλοίου που σώθηκε από το ναυάγιο, αλλ. καραβοτσακισμένος: Ο Οδυσσέας έφτασε ναυαγός στο νησί των Φαιάκων. 2. μτφ., ο αποτυχημένος στη ζωή: Ναυάγιο της βιοπάλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Navagio — Coordinates: 37°51′28″N 20°37′36″E / 37.85778°N 20.62667°E / 37.85778; 20.62667 …   Wikipedia

  • ναυαγίζω — προκαλώ ναυάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυάγιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα] …   Dictionary of Greek

  • ναυαγός — ο και η (ΑΜ ναυαγός, όν, Α ιων. τ. ναυηγός) αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα») αρχ. 1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί …   Dictionary of Greek

  • παγόβουνο — Συμπαγής όγκος πάγου ο οποίος αποσπάστηκε από τα μέτωπα των πολικών παγετώνων και επιπλέει στη θάλασσα, μεταφερόμενος στην τύχη από τους ανέμους και τα ρεύματα. Η μάζα των πάγων που αναδύεται από την επιφάνεια του νερού είναι μόνο ένα μικρό τμήμα …   Dictionary of Greek

  • σύξυλος — η, ο, Ν 1. (για ξύλινο κατασκεύασμα) μαζί με όλα τα ξύλα από τα οποία αποτελείται, ολόκληρος («το καράβι βούλιαξε σύξυλο») 2. μτφ. (για πρόσ.) άναυδος, κατάπληκτος, ακίνητος («έμεινε σύξυλος απ την τρομάρα του») 3. φρ. α) «τ άφησε σύξυλα» τά… …   Dictionary of Greek

  • Ζερικό, Ζαν Λουί Αντρέ Τεοντόρ — (Jean Louis André Théodore Géricault, Ρουέν 1791 – Παρίσι 1824). Γάλλος ζωγράφος. Λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ο Ζ. σπούδασε στο κολέγιο του Λουδοβίκου του Μεγάλου και στα εργαστήρια του Καρλ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Macedonia naming dispute — Macedonia (region)     Macedonia (Greece)    …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»