-
1 ναυάγιο(ν)
τό1) кораблекрушение; 2) обломки разбитого корабля; 3) перен. крушение, полный провал, крах;ναυάγιο(ν) των διαπραγματεύσεων — срыв переговоров;
κατήντησε ναυάγιο(ν) — он потерпел полный крах;
'ναυάγιο(ν) των ελπίδων — крушение надежд
-
2 ναυάγιο(ν)
τό1) кораблекрушение; 2) обломки разбитого корабля; 3) перен. крушение, полный провал, крах;ναυάγιο(ν) των διαπραγματεύσεων — срыв переговоров;
κατήντησε ναυάγιο(ν) — он потерпел полный крах;
'ναυάγιο(ν) των ελπίδων — крушение надежд
-
3 ναυάγιο
[навагио] ουσ. о. обломки кораблекрушения,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναυάγιο
-
4 ναυάγιο
[навагио] ουσ ο обломки кораблекрушения. -
5 ναυάγιο
deniz kazası -
6 ναυάγιο
épave -
7 ναυάγιο
wrak (m) rzecz. -
8 ναυάγιο
1) trosky2) vrak -
9 ναυάγιο
shipwreckΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ναυάγιο
-
10 épave
ναυάγιο -
11 trosky
ναυάγιο -
12 vrak
ναυάγιο -
13 shipwreck
ναυάγιο -
14 wrak
ναυάγιο -
15 крушение
крушениес1. ἡ σύγκρουση [-ις] (от столкновения)! ° ἐκτροχιασμός (поезда, трамвая)! τό ναυάγιο[ν] (корабля):потерпеть \крушение а) ἐκτροχιάζομαι (сойти с рельсов), б) ναυαγώ (о корабле)·2. пе-Рен. τό ναυάγιο, ἡ κατάρρευση [-ις], ἡ καταστροφή:\крушение надежд τό ναυάγιο τῶν ἐλπίδων. -
16 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
-
17 кораблекрушение
-
18 крушение
-
19 shipwreck
1) (the accidental sinking or destruction of a ship: There were many shipwrecks on the rocky coast.) ναυάγιο2) (a wrecked ship: an old shipwreck on the shore.) ναυάγιο -
20 wreck
[rek] 1. noun1) (a very badly damaged ship: The divers found a wreck on the sea-bed.) ναυάγιο2) (something in a very bad condition: an old wreck of a car; I feel a wreck after cleaning the house.) ερείπιο, σαράβαλο3) (the destruction of a ship at sea: The wreck of the Royal George.) ναυάγιο, καταστροφή2. verb(to destroy or damage very badly: The ship was wrecked on rocks in a storm; My son has wrecked my car; You have wrecked my plans.) καταστρέφω / ναυαγώ- wreckage
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… … Dictionary of Greek
ναυάγιο — το 1. συντριβή, καταβύθιση πλοίου: Το ναυάγιο σημειώθηκε στο Κρητικό πέλαγος. 2. απομεινάρι πλοίου ή πλοίο βυθισμένο στη θάλασσα: Οκόλπος είναι γεμάτος ναυάγια. 3. μτφ., συμφορά, καταστροφή, τέλεια αποτυχία: Σε ναυάγιο οδηγούνται οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυαγός — ο, η 1. αυτός που έπαθε ναυάγιο και σώθηκε, ο επιβάτης πλοίου που σώθηκε από το ναυάγιο, αλλ. καραβοτσακισμένος: Ο Οδυσσέας έφτασε ναυαγός στο νησί των Φαιάκων. 2. μτφ., ο αποτυχημένος στη ζωή: Ναυάγιο της βιοπάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Navagio — Coordinates: 37°51′28″N 20°37′36″E / 37.85778°N 20.62667°E / 37.85778; 20.62667 … Wikipedia
ναυαγίζω — προκαλώ ναυάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυάγιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα] … Dictionary of Greek
ναυαγός — ο και η (ΑΜ ναυαγός, όν, Α ιων. τ. ναυηγός) αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα») αρχ. 1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί … Dictionary of Greek
παγόβουνο — Συμπαγής όγκος πάγου ο οποίος αποσπάστηκε από τα μέτωπα των πολικών παγετώνων και επιπλέει στη θάλασσα, μεταφερόμενος στην τύχη από τους ανέμους και τα ρεύματα. Η μάζα των πάγων που αναδύεται από την επιφάνεια του νερού είναι μόνο ένα μικρό τμήμα … Dictionary of Greek
σύξυλος — η, ο, Ν 1. (για ξύλινο κατασκεύασμα) μαζί με όλα τα ξύλα από τα οποία αποτελείται, ολόκληρος («το καράβι βούλιαξε σύξυλο») 2. μτφ. (για πρόσ.) άναυδος, κατάπληκτος, ακίνητος («έμεινε σύξυλος απ την τρομάρα του») 3. φρ. α) «τ άφησε σύξυλα» τά… … Dictionary of Greek
Ζερικό, Ζαν Λουί Αντρέ Τεοντόρ — (Jean Louis André Théodore Géricault, Ρουέν 1791 – Παρίσι 1824). Γάλλος ζωγράφος. Λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ο Ζ. σπούδασε στο κολέγιο του Λουδοβίκου του Μεγάλου και στα εργαστήρια του Καρλ… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Macedonia naming dispute — Macedonia (region) Macedonia (Greece) … Wikipedia